- ἐξαγάγω
- ἐξάγωlead outaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβληματίζω — ΝΜ [πρόβλημα, ατος] νεοελλ. 1. προκαλώ σε κάποιον σκέψεις, ερωτήματα ή ανησυχίες, τού θέτω ένα πρόβλημα («η κατάστασή του μέ προβληματίζει») 2. μέσ. προβληματίζομαι (ως αμτβ.) α) σκέπτομαι ένα θέμα σε βάθος και με σοβαρότητα, προσπαθώντας να… … Dictionary of Greek